-
1 θεωρέω
θεωρέω, ein ϑεωρός sein, Zuschauer bei den öffentlichen Spielen u. Festen sein, als Zuschauer zu einem Feste hinziehen, bes. als Abgesandter des Staates, s. ϑεωρός; τὰ Ὀλύμπια ϑεωρεῖν Her. 1, 59. 8, 26; σ ύν τε γὰρ γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐϑεώρουν, ὥςπερ νῠν ἐς τὰ Ἐφέσια Ἴωνες, sie zogen mit Frau u. Kind zu den Festspielen, Thuc. 3, 104; allgemein, περὶ μὲν τῶν ἱερῶν τῶν κοινῶν, ϑύειν καὶ ἰέναι καὶ μαντεύεσϑαι καὶ ϑεωρεῖν 5, 18, wo der Schol. ϑεωροὺς πέμπειν erkl.; ἐϑεώρο υν εἰς τὰ Ἴσϑμια 8, 10; ἐγὼ δὲ τεϑεώρηκα πώπ οτ' οὐδαμοῖ, πλὴν εἰς Πάρον Ar. Vesp. 1188, so auch ἀγῶνα, Xen. An. 1, 2, 10. vgl. 5. 3, 8; absolut, nach Delphi zum Orakel gehen, Plat. Ep. III, 315 b; ἐς Ὀλυμπίαν Luc. Tim. 50. – Uebh. ansehen, schauen, betrachten; ἦ ϑεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι; Aesch. Prom. 302 (sonst nicht bei Tragg., denn ϑεωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα Soph. O. C. 1086 ist zw. L. u. schwierige Verbindung, s. Herm.); στρατιώτας, mustern, Xen. An. 1, 2, 16 Hell. 4, 5, 6 u. oft; in Prosa von Plat. an sehr gewöhnlich, auch auf geistiges Beschauen übertr., betrachten, erwägen; ϑεωρεῖν τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον Rep. V, 467 c; πολλοὺς καὶ καλοὺς λόγους Conv. 210 d; καὶ σκοποῦμαι Phaed. 99, d; auch pass., τὸ ὑπὸ τῆς τοῠ διαλέγεσϑαι ἐπιστήμης τοῦ ὄντος τε καὶ νοητοῦ ϑεωρούμενον Rep. VI, 511 e; neben λογίζομαι Dem. 1, 12; öfter bei den Rednern u. Folgdn; ἡ σοφία ϑεωρεῖ οὐδέν Arist. Eth. 6, 12; ϑεωρήσεται ist pass., S. Emp. adv. gramm. 70, der ϑεωρεῖσϑαι oft (wie das lat. videri) fast für εἶναι braucht, z. B. ὃ πάλιν τῶν ἀπόρων ϑεωρεῖται adv. geom. 48, was sin Folge der Untersuchung) gehört.
См. также в других словарях:
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek